- λαθίποινος
- λαθίποινος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + -ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί-ποινος, αξιό-ποινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθίποινον — λαθίποινος forgetful of vengeance masc/fem acc sg λαθίποινος forgetful of vengeance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)